ξυλοκοπάνισμα

ξυλοκοπάνισμα
το [ξυλοκοπανίζω]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξυλοκοπανίζω, το χτύπημα με κόπανο τών ρούχων που πλένονται, προκειμένου να καθαρίσουν
2. ξυλοφόρτωμα, ξυλοκόπημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”